βουρβούλα

βουρβούλα
η
1. πηγή
2. βλέννα, μύξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουρβουλάς — ο [βουρβούλα] γυμνοσάλιαγκας …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλακιάζω — και βουρβουρακιάζω 1. γουργουρίζω 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα ή κατ άλλους βουρβουλακιάζω < βουρβουλακώ] …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλακώ — ( άω) 1. (για τόπο ή πηγή) αναδίδω νερό ορμητικά 2. βράζω, κοχλάζω 3. βγάζω φυσαλλίδες 4. γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα] …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλώ — ( άω) [βουρβούλα] γουργουρίζω …   Dictionary of Greek

  • βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”